Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αφιλοπρόσωπος
1 item total
αφιλοπρόσωπος, -η, -ο [afiloprósopos] (L)
  • not taking sides, impartial, even-handed (syn αμερόληπτος 1, απροσωπόληπτος, ant φιλοπρόσωπος):
    • θ' αρχίσει και σ' εμάς εδώ .. το αφιλοπρόσωπο και φιλοπρόσωπο, με τη συμπάθεια και απάθεια, το εξέτασμα του δρόμου, που τραβά η νέα μας λογοτεχνία (Palam) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1824]) αφιλοπρόσωπος, cpd w. φιλοπρόσωπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go