Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλοξενία
1 εγγραφή
αφιλοξενία [afiloksenía] η, (L)
  • lack of hospitality, inhospitality (ant φιλοξενία):
    • οι Πισωμερίτες .. είναι περιβόητοι για την ~ τους (Tachtsis)

[fr kath αφιλοξενία ← PatrG (Clemens Romanus, 1st c. AD; Oracula Sibyllina, 2nd-3rd c. AD), der of MG αφιλόξενος w. suff -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες