Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφιερωμένος, -η, -ο [afieroménos] (L)
- ① appropriated to a deity (saint etc), dedicated, consecrated, devoted:
- μονή αφιερωμένη στην Παναγία |
- ύμνος ~ σ' έναν αρχαίο θεό |
- δε βρίσκουμε .. αρχαία μνημεία αφιερωμένα σε νεκρούς (Evelpidis) |
- ευρέθησαν στη νότιο Iταλία εργαλεία ενός πρακτικού χειρούργου αφιερωμένα εις τον Aσκληπιό (ChZalokostas) |
- στο χρονικό της Λίνδου αναφέρονται αγάλματα αφιερωμένα από έναν τύραννο των Συρακουσών (Karouzos)
- ② set apart for some purpose, given up to, dedicated:
- η ζωή του στάθηκε μια ζωή αφιερωμένη στην υπηρεσία του θεού και της χώρας (Venezis) |
- οι μονές είναι .. χώροι αφιερωμένοι στη μοναστική ζωή (Theotokas) |
- στη μέση γίνεται ένα διάλειμμα μιας ώρας αφιερωμένο στο φαγητό (Thrylos)
- ⓐ relating to or dealing exclusively w., devoted:
- εκπομπή αφιερωμένη στην Eλλάδα |
- συνέδριο αφιερωμένο στους Στωικούς |
- μελέτες αφιερωμένες στα βυζαντινά μνημεία της πόλης |
- είναι ο πάτρωνας του όλου σχεδίου των δύο τόμων που πρωτοβγήκαν, των αφιερωμένων στα γράμματα και τις καλές τέχνες (Papatsonis)
- ③ bearing a dedication for, dedicated to:
- αξίζει να αναφερθεί για τα δύο φιλοσοφικά του έργα, αφιερωμένα και τα δύο στην κόρη του (Tatakis) |
- poem κι αυτή η φωτογραφία; δική του, ναι, ..| αφιερωμένη σ' άγνωστο πρόσωπο κλ (Ritsos)
[fr postmed (Somavera), MG αφιερωμένος ← PatrG ← K, ppp of ἀφιερῶ]
- ① appropriated to a deity (saint etc), dedicated, consecrated, devoted: