Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηγημένος
1 εγγραφή
αφηγημένος, -η, -ο [afiyiménos] (L)
  • narrated, recounted (syn διηγημένος, εξιστορημένος, ιστορημένος):
    • ο ~ και συντελεσμένος νόστος του Mενελάου στοιχίζεται .. προς τον μετέωρο ακόμη νόστο του Oδυσσέα (Maronitis)

[ppp of αφηγούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες