Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφεντοχωριάτης
1 εγγραφή
αφεντοχωριάτης [afendoxorjátis] ο, αφεντοχωριάτισσα [afendoxorjátisa] η, region.
  • person who is or behaves like a wealthy and boorish peasant, parvenu (syn αρχοντοχωριάτης)

[cpd w. χωριάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες