Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυχένας [af énas] ο, (L)
- ① anat back part of neck, nape (syn κούτικας, σβέρκος, L τράχηλος):
- ακούρευτος ~ |
- κατάγματα στον αυχένα |
- τον χτύπησαν στον αυχένα με γκλομπ |
- phr, fig κλίνω (or σκύβω) τον αυχένα bend the neck, bow in submission, defer to |
- μια δεύτερη σφαίρα τον βρήκε στο στόμα και βγήκε απ' τον αυχένα (Venezis) |
- ο λαιμός της πίσω στον αυχένα διατηρούσε όλη του την ομορφιά (KPolitis) |
- επιτίθενται εναντίον της μητέρας με αποτέλεσμα να την τραυματίσουν στον αυχένα (Palaiologos) |
- οι αρματηλάτες του .. ύψωσαν τους αυχένες των αλόγων στον ουρανό (PIoannidis) |
- poem .. αγκαλιάσαμε | μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες (Seferis)
- ⓐ narrow part (of organ, bone etc), neck, cervix (syn τράχηλος):
- ~ της μήτρας |
- ~ της ουροδόχου κύστης |
- τα σπερματοζωάρια αποτελούνται από την κεφαλή, από τον αυχένα και από την ουρά (Katsigra, adapted)
- ② fig narrow stretch of land, neck (syn λαιμός):
- γραφικό ενετικό φρούριο πάνω στη χερσόνησο με τον στενό αυχένα (Varelas)
- ⓑ depression or gap in the crest of a ridge, saddle, col (syn διάσελο L, λαιμός):
- το συγκρότημα της μονής βρίσκεται κτισμένο σε ωραίο αυχένα του βουνού (Varelas) |
- πίσω απ' τον αυχένα μια ίλη ιππικού μαζί με μια πυροβολαρχία προστατεύανε την υποχώρηση (TAthanasiadis)
- ⓒ narrow mountain pass, gorge, col, defile (syn δερβένι, ζυγός, στενοπόρι):
- πλησιάζουν στους βράχους και στον αυχένα, που σχηματίζεται μεταξύ λιβαδιού και λόφου (Potamianos) |
- το στενό αυχένα, απ' όπου περνούσε ο πανάρχαιος δρόμος, προστάτευε άλλοτε ένα μακρό τείχος (DLazaridis)
[fr postmed αυχένας ← MG (Iω. Aξαγιώτης, Διήγ. Kαρόλου E΄, 550, 795) ← PatrG ← K, AG αὐχήν]
- ① anat back part of neck, nape (syn κούτικας, σβέρκος, L τράχηλος):