Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αυτόγραφο
3 items total [1 - 3]
αυτόγραφο [aftόγrafo] το, (L)
  • ① original handwritten manuscript (syn ιδιόγραφο):
    • εδώ μέσα κάποτε ήταν .. αυτόγραφα συγγραφέων μεγάλων (Venezis) |
    • η κατανόηση θα μας βοηθήσει να διορθώσουμε, αν έχουμε να κάνουμε με αυτόγραφα, .. τις ολοφάνερες παραδρομές της γραφίδας του (Kakridis) |
    • πριν καταλήξει στην οριστική μορφή του τελευταίου στίχου, δοκίμασε διαδοχικά τις [δυο] εκδοχές, .. όπως αποδεικνύεται από ~ του συνθέτη (IPetrop)
  • ② hand-written signature or inscription (of celebrity etc), autograph:
    • ~του ηθοποιού, του τραγουδιστή |
    • μπαινόβγαιναν κρατώντας στα χέρια τους πολυτελή λευκώματα, .. για να πάρουν ένα ~ από τον συμπαθητικό ήρωα (Nirvanas)

[fr kath αυτόγραφον, substantiv. n of αυτόγραφος]

αυτόγραφος, -η, -ο [aftόγrafos] (L)
  • handwritten by the original author, in its author's own hand, autograph (syn ιδιόγραφος, ιδιόχειρος):
    • ~ κατάλογος |
    • ~ κώδικας |
    • αυτόγραφη διαθήκη holographic will |
    • αυτόγραφη επιστολή, σελίδα |
    • αυτόγραφο σημείωμα, τραγούδι |
    • οι αιτήσεις υποβάλλονται από άλλο πρόσωπο με εξουσιοδότηση αυτόγραφη από τον ενδιαφερόμενο |
    • φωτογραφία του στρατηγού - βασιλιά με αυτόγραφη αφιέρωση (Myriv) |
    • κατέχει 237 αυτόγραφες κι ενυπόγραφες καταθέσεις Eλληνοκυπρίων, που είχαν υποστεί βασανιστήρια (Christidis)

[fr kath αυτόγραφος ← K (also pap), cpd w. combin form -γραφος (: γράφω); cf αυτογράφος]

αυτογράφος [aftoγráfos] ο, (L)
  • self-recording machine

[fr kath (neol) αυτογράφος, cpd w. combin form -γράφος (: γράφω); cf αυτόγραφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go