Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοσυναίσθημα [aftosinésθima] το, (L)
- feeling that one experiences about o.s., self-centered emotion, self-feeling:
- οι άνθρωποι του δεκάτου ογδόου αιώνα ζούνε με το ~ ότι η εποχή τους είναι χρυσή (Theodorakop) |
- η τιμή βιώνεται .. σαν εσώτατο ~ του ανθρώπου (Despotop) |
- βλέπει τη στωική φιλοσοφία ως έκφραση του νέου αυτοσυναισθήματος ζωής της ελληνιστικής εποχής (Dragona-M) |
- οι αυταπάτες κάνουν περισσότερο ευχάριστη τη ζωή και μεγαλώνουν το αυτοσυναίσθημά μας (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοσυναίσθημα, cpd w. kath συναίσθημα ← K 'joint-perception' IG 22.1099.32 (Epist. Plotinae, 2nd c. AD)]
- feeling that one experiences about o.s., self-centered emotion, self-feeling: