Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοπεψία [aftopepsía] η, (L)
- ① med ulceration of stomach caused by its own secretions, autopepsia
- ② fig degeneration brought about fr within:
- η απομόνωση .. η εξαντλητική, που προκαλεί στο τέλος ~ και μαρασμό (Dimaras)
[fr kath αυτοπεψία ← ISV autopepsia, cpd of αυτο- & -πεψία; cf απεψία, βαρυ-, βραδυ-, δυσ- & ευπεψία, ModG αδιαπεψία & υποπεψία]