Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοπεψία
1 εγγραφή
αυτοπεψία [aftopepsía] η, (L)
  • ① med ulceration of stomach caused by its own secretions, autopepsia
  • ② fig degeneration brought about fr within:
    • η απομόνωση .. η εξαντλητική, που προκαλεί στο τέλος ~ και μαρασμό (Dimaras)

[fr kath αυτοπεψία ← ISV autopepsia, cpd of αυτο- & -πεψία; cf απεψία, βαρυ-, βραδυ-, δυσ- & ευπεψία, ModG αδιαπεψία & υποπεψία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες