Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτονόητος, -η, -ο [aftonόitos] (L)
- ① understood without explanation or proof, self-evident (near-syn αυταπόδεικτος, αυτόδηλος, ευνόητος):
- αυτονόητη αλήθεια, διαπίστωση, ερώτηση |
- τα μαθηματικά έχουν μερικές αρχές, που είναι αυτονόητες (Theodoridis) |
- τα πιο πολλά που θεωρούμε αυτονόητα, τα θεωρούμε έτσι μόνο και μόνο γιατί μας είναι ακατανόητα (Kanellop) |
- σε τέτοια εποχή επιχειρήσεις δεν μπορούσαν πια να συνεχιστούν, ήταν αυτονόητο (Terzakis) |
- στη λογοτεχνία τα δικαιώματα της δημοτικής δεν παραχωρήθηκαν σαν κάτι αυτονόητο (Kakridis)
- ⓐ implicitly understood or accepted, implicit (syn εξυπακουόμενος):
- αυτονόητη προϋπόθεση |
- άφησε ίσως να μαντεύσουμε εκείνα, που δεν ήθελε να πει ή που τα θεωρούσε αυτονόητα (Charis) |
- η πρόταση που λείπει φαίνεται πως ήταν αυτονόητη για το Δημόκριτο και την εποχή του (Voros)
- ② matter-of-course, expected, ordinary, natural (near-syn κανονικός, φυσικός):
- αυτονόητη υποχρέωση |
- καθιέρωσαν σαν αυτονόητο πια θεσμό επιλογής τις γραπτές εξετάσεις (Papanoutsos) |
- δεν ακολουθούμε τις αυτονόητες για άλλους συνέπειες μιας πορείας παραδόσεως (Vakalo) |
- δε θα απασχοληθώ εδώ με τη διδασκαλία της δημοτικής, που τη θεωρώ αυτονόητη και αναγκαία (APapageorgiou) [fr kath αυτονόητος ← PatrG (Ps. - Dionys. Areop
[5th c.]) αὐτονόητος, cpd w. νοητός]
- ① understood without explanation or proof, self-evident (near-syn αυταπόδεικτος, αυτόδηλος, ευνόητος):



