Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτολύπηση [aftolípisi] η, (L)
- self-pity
[neol, cpd w. λύπηση ← λύπησις; cf αντιλύπησις (Aristotle +), προ- (Plato), παραλύπησις (ByzG) and λυπησίλογος (Cratinus 343) 'giving pain by talking']