Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκόλλητος
1 item total
αυτοκόλλητος, -η, -ο [aftokόlitos] (L)
  • equipped w. a gummed surface, self-adhesive:
    • ~ επίδεσμος |
    • αυτοκόλλητη ταινία |
    • αυτοκόλλητο γραμματόσημο, πλαστικό |
    • ετικέτες αυτοκόλλητες και διακοσμητικές, για να κολλήσετε στα βάζα

[neol, cpd w. κολλητός (Homer +); cf ἀκόλλητος, ἀσυγκόλλητος (schol. Homer), εὐκόλλητος (pap), προσκολλητός (schol. Soph.), ἀπροσκόλλητος (Eustathius)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go