Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκτόνος
1 item total
αυτοκτόνος [aftoktόnos] ο, (L) (& αυτοχτόνος)
:
  • συλλογίστηκα και τον Kαρυωτάκη κι είπα να, δεν την ένοιωθε καθόλου τη φύση ο ~ (Panagiotop) |
  • τα πολεμικά σπαθιά τους ήταν μικρά κι ο ~ θα μπορούσε μ' αυτά να καταφέρει στο στήθος του θανατηφόρο τραύμα (Roussos) |
  • θα είχε κανείς αυξημένες υποψίες βλέποντας αισθητόν αριθμό ρομαντικών ποιητών αυτοκτόνων (Dimaras) |
  • δεν έχω καρδιά για τώρα· δειλιάζω σαν τον αυτοχτόνο (Prevelakis)

[fr kath ο αυτοκτόνος, substantiv. m of K, AG adj αὐτοκτόνος 'killing o.s.']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go