Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαταργώ
1 εγγραφή
αυτοκαταργώ [aftokatarγό] αυτοκαταργεί, mi αυτοκαταργούμαι, aor subj αυτοκαταργηθώ, pf & plupf έχω-είχα αυτοκαταργηθεί, (L)
  • ① abolish or cancel of, in or by itself (near-syn αυτοαναιρώ):
    • η μέθοδος του τεμαχισμού αυτοκαταργεί τον δαίδαλο της γραφειοκρατίας
  • ② mi αυτοκαταργούμαι abolish or cancel o.s. (near-syn αυτοαναιρούμαι):
    • με την ηλεκτρονική μουσική .. αυτοκαταργείται, αυτοκτονεί, ως ερμηνευτής τώρα και ως μουσουργός αύριο (Giatras) |
    • o Eρμής μπορεί να σπένδει στη Γη, όχι όμως οι κύριες ολυμπιακές θεότητες, γιατί τότε κατά κάποιο τρόπο αυτοκαταργούνται (Bakalakis) |
    • για πρώτη φορά στην ιστορία έχει αυτοκαταργηθεί μάλλον ο προμελετημένος ολοκληρωτικός πόλεμος (Despotop)

[fr kath (neol) αυτοκαταργώ, cpd w. καταργώ; cf αυτοκατάργητος N. Theotokis (1766, 1799)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες