Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαταξιώνω
1 εγγραφή
αυτοκαταξιώνω [aftokataksiόno] mi αυτοκαταξιώνομαι, (L)
  • make worthy or dignify by or for o.s.:
    • ο άνθρωπος αυτοκαταξιώνει τον εαυτό του (Theodorakop) |
    • να γίνει προσωπική συνείδηση με αυτενέργητη πράξη, όπου να αυτοκαταξιώνεται η ζωή (id.)

[fr kath (neol) αυτοκαταξιώ, cpd w. K καταξιῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες