Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκαταξίωση [aftokataksíosi] η, (L)
- making o.s. worthy, dignification of o.s.:
- η ηθική ~ του ανθρώπου όχι μόνον δεν καταστρέφει την φυσική αναγκαιότητα, αλλά την προϋποθέτει (Theodorakop)
[fr kath (neol) αυτοκαταξίωσις, cpd w. kath καταξίωσις ← K (Polyb.)]
- making o.s. worthy, dignification of o.s.: