Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοκαταλύομαι [aftokatalíome] aor subj αυτοκαταλυθώ, (L)
- abolish, terminate, or destroy o.s. (near-syn αυτοαναιρούμαι, αυτοδιαλύομαι 3, αυτοκαταστρέφομαι):
- η δύναμη αυτοκαταλύεται· γίνεται στο τέλος η ίδια ανίσχυρη να ελέγξει τα όργανά της και σβήνει (Papanoutsos) |
- όλα τα ηθικοκοινωνικά κριτήρια αυτοκαταλύονται, μόλις υπάρξει η υπέροχη αγάπη θρονιασμένη μαζί με το παντοδύναμο πάθος (Papatsonis, adapted) |
- χάνει την αγαπημένη του και αποφασίζει ν' αυτοκαταλυθεί (Panagiotop) |
- σπαταλούν ό,τι έχουν και δεν έχουν, για ν' αυτοκαταλυθούν από τα παραισθησιογόνα (id.)
[fr kath (neol) αυτοκαταλύομαι, cpd w. καταλύομαι]
- abolish, terminate, or destroy o.s. (near-syn αυτοαναιρούμαι, αυτοδιαλύομαι 3, αυτοκαταστρέφομαι):