Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκατάλυση
1 item total
αυτοκατάλυση [aftokatálisi] η, (L)
  • ① abolition or termination of o.s., self-repeal, self-destruction (near-syn αυτοαναίρεση 1, αυτοδιάλυση 2, αυτοκαταστροφή 1):
    • ~ του πολιτεύματος |
    • αντίφαση .. είναι η ~ του λόγου, της λογικής σκέψης και έκφρασης (Papanoutsos) |
    • αυτή η ανελέητη αυτοκριτική, αυτή η ανελέητη ~ μπορεί να είναι ένα αβάσταχτο ηθικό μαρτύριο (Varnalis) |
    • η ίδια η υπερβολή του κινήματος οδήγησε στην αναίρεσή του, την αυτοκατάλυσή του (Dimaras)
  • ⓐ self-destruction, suicide (syn αυτοαναίρεση 2, αυτοκτονία):
    • η δύναμή τους δεν είναι αρκετή για μια ηρωική ~ (Panagiotop) |
    • η ~ είναι εξίσου παράλογη με τη ζωή και με το θάνατο (id.)
  • ② chem catalysis of a reaction by one of its own products, autocatalysis, self-catalysis

[fr kath (neol) αυτοκατάλυσις, cpd w. κατάλυσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go