Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκέφαλος
1 εγγραφή
αυτοκέφαλος, -η, -ο [aftocéfalos]
  • ① (L) sovereign, independent (syn ανεξάρτητος 1, αυτεξούσιος 1):
    • ο σουλτάνος στηρίζει τη δύναμή του στους αυτοκέφαλους .. και αλληλοϋποβλεπόμενους τοπάρχες του (Vranousis) |
    • η λέξη .. καταλύει κάθε περιορισμό και υψώνεται κυρίαρχη, αυτοκέφαλη, αυτοδύναμη (Dimaras)
  • ⓐ Christ rel not being under the jurisdiction of another church, autocephalous, independent (near-syn αυτοδιοίκητος, αυτόνομος):
    • η ορθόδοξη εκκλησία της Eλλάδας .. είναι αυτοκέφαλη κι ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα ανεξάρτητα από κάθε άλλη εκκλησία (Christidis EΣ) |
    • η εξάρτηση προκαλούσε δυσφορία· έτσι βάλθηκαν να κάμουν την εκκλησία τους αυτοκέφαλη (Panagiotop)
  • ② region. (Kerk) headstrong, obstinate (syn ξεροκέφαλος, πεισματάρης):
    • πολλές φορές του είπα ότι με το να δανείζει τόσο ακριβά κάνει .. αμαρτίαν, .. αλλ' αυτός ήταν ~ (Polylas)

[fr kath αυτοκέφαλος ← MG, PatrG (Theodor. Lector hist. eccles. 2.2), cpd w. κεφαλή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες