Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδιορισθείς
1 εγγραφή
αυτοδιορισθείς, -είσα, -έν [afto∂iorisθís] (L)
  • self-appointed (syn αυτεπάγγελτος 1b, αυτοδιορισμένος, αυτοδιόριστος, near-syn αυτοανακηρυχθείς):
    • πράξη μωρίας των αυτοδιορισθέντων σωτήρων του ελληνισμού

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοδιορισθείς, aor pt of αυτοδιορίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες