Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδικία
1 item total
αυτοδικία [afto∂icía] η,
  • ① independent jurisdiction:
    • πρόκειται για νόμο μεροληπτικό, σαν αυτούς που επέβαλλε η Aθήνα στους συμμάχους της περιορίζοντας την ~ τους (FKakridis)
  • ② law act or result of attempting to obtain justice through one's own means and not through the judiciary procedure, taking the law into one's own hands:
    • υπέβαλε μήνυση για ~, κλοπή και σωματικές κακώσεις |
    • επέμενε να εφαρμόσει και στη Mάνη τους καινούργιους νόμους· και πιο πολύ να καταργήσει την ~ (Petsalis) |
    • ο ρεμπέτης έχει τάσεις αυτοδικίας κυρίως ένεκα ερωτικών λόγων (IPetrop) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1846 etc]) αυτοδικία, der of AG αὐτόδικος 'having independent jurisdiction']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go