Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυστραλέζικος, -η, -ο [afstralézikos] (L)
- of or pertaining to Australia or Australians, Australian (syn αυστραλιακός, αυστραλιανός2):
- αυστραλέζικο πλοίο, φορτηγό
[der of Aυστραλέζος w. suff -ικος]
- of or pertaining to Australia or Australians, Australian (syn αυστραλιακός, αυστραλιανός2):