Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυξάνω [afksáno] ipf αύξανα, aor αύξησα (subj αυξήσω), pf & plupf έχω-είχα αυξήσει, mediop αυξάνομαι, ipf αυξανόμουν, aor αυξήθηκα (subj αυξηθώ)
- ① trans make more or larger, increase (in size, number etc), augment, enhance (syn in αυξαίνω 1):
- αυξάνει τις γνώσεις του |
- αύξησε τις δουλειές, την πελατεία, την περιουσία του |
- του αύξαναν την αμοιβή |
- ο χρόνος .. αυξάνει λίγο λίγο τη λησμονιά (Karanontis) |
- το Mεγάλο Xωριό .. έχει άφθονα νερά, που αυξάνουν το καλοκαίρι τη δροσιά του (Vasileiou) |
- η τύχη μπορεί να του αυξήσει τα αγαθά (Dedousi) |
- poem των αγγέλων η όμορφη | την ευωδιά στον κόσμο είχε αυξήσει (NKarouzos)
- ② intr (in size, number etc), grow (syn in αυξαίνω 2):
- αυξάνει η αγάπη, η βροχόπτωση, η κατανάλωση, η πελατεία, ο πληθυσμός |
- αυξάνουν οι δυσκολίες, οι ζημίες |
- αυξήθηκαν οι αποδοχές, οι δαπάνες |
- αυξάνεσθε και πληθύνεσθε (L) phr be fruitful and multiply (biblical benediction, LXX Gen 9.1) |
- η συγκίνηση από τη διήγησή του έκαμε να του αυξήσει ο πυρετός (Palam) |
- το ενδιαφέρον .. για το νομιναλισμό αυξανόταν όλο και περισσότερο (Tatakis) |
- αυξήθηκε στην ηλικία κι έμαθε την ιστορία των γονιών του (Panagiotop) |
- θεωρούν πως τα εισοδήματά τους .. δεν μπορούν ν' αυξηθούν (Louros)
[fr kath αυξάνω (-άνομαι) ← postmed, MG ← K (also pap), AG]
- ① trans make more or larger, increase (in size, number etc), augment, enhance (syn in αυξαίνω 1):
- αυξάνων, -ουσα, -ον [afksánon] (L)
- increasing, growing (syn in αυξανόμενος):
- ~ πλούτος |
- στον ολοκληρωμένο έρωτα .. ο πόθος .. γεννιέται κατά αναβαθμούς από την αυξάνουσα ικανοποίησή του (Tsatsos)
[fr kath αυξάνων, prp of αυξάνω]
- increasing, growing (syn in αυξανόμενος):



