Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αυθαίρετα
1 item total
αυθαίρετα [afθéreta] adv (L)
  • arbitrarily, capriciously, highhandedly, self-willedly (syn αυθαιρέτως L, ετσιθελικά):
    • αποφασίζει, ενεργεί, επεμβαίνει, κυβερνά ~ |
    • κανένα ψάρι δεν βαφτίζεται από τους ψαράδες ~ (Potamianos) |
    • τροποποιούν ~ τα ξένα κείμενα (Dimaras) |
    • ζήτησαν να επιβάλουν στον τόπο μας ~ μια γλώσσα φτιαχτή (Sifalakis) |
    • ~ ήρθε να κολλήσει απάνω μας, για να μας βασανίσει (Louros)

[der of αυθαίρετος; cf αυθαιρέτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go