Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυθάδης1 [afθá∂is] ο, (L)
- insolent or disrespectful person (near-syn ο θρασύς):
- όταν κάποιος ~ τόλμησε να τον διακόψει, .. τον αποστόμωσε (Melas) |
- ποιος ήταν αυτός ο ~; πού την ήξερε; (Terzakis)
[substantiv. m of αυθάδης2]
- insolent or disrespectful person (near-syn ο θρασύς):
- αυθάδης2, -ης (& D -ισσα), -ες [afθá∂is] (L) (& D αυτάδης)
- :
- ~ νέος |
- ~ λόγος |
- μια ~ καμαριέρα |
- ήταν και μια νέα .. ιδιότροπη, απαιτητική, κυριαρχική αυθάδισσα (Xenop) |
- η συνομιλία .. ξετυλίγεται .. χωρίς αυθάδεις διακοπές (Panagiotop) |
- εδώ μιλεί συχνότερα και πυκνότερα η αυθαδέστερη αμάθεια για όσα δεν ξέρει (Palam) |
- ξεκουμπίστηκε αυτό το αυθαδέστατο πλάσμα, αφού προηγούμενα καλησπέρισε ευγενικά (Chakkas)
[fr kath αυθάδης ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]