Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατύχημα [atí ima] το, (L)
- accident, misfortune, mishap (syn ατυχία 1b, δυστύχημα, near-syn αναποδιά 1):
- εργατικό, οικιακό, τροχαίο ~ |
- του συνέβη ~ |
- απανωτά ατυχήματα |
- νοιώθουμε κάποια χαρά .. για τα ατυχήματα και τους πόνους των άλλων (Vrettakos) |
- να χάσει την παρθενιά του ένα κορίτσι άθελά του .. είναι ~, για το οποίο θλίβεται το ίδιο (Katsigra) |
- ο φόνος του Φιλίππου ήταν μεγάλο ~ για τον ελληνισμό (Evelpidis) |
- πάθαμε και ένα ~ στο δρόμο· ευτυχώς δεν πολυχτυπήσαμε (Stratou) [fr kath ατύχημα ← postmed (Somavera
[dial of Chios] ατύχεμα), MG ←K (also pap), AG, der of ἀτυχῶ]
- accident, misfortune, mishap (syn ατυχία 1b, δυστύχημα, near-syn αναποδιά 1):