Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσιδοσύνη
1 εγγραφή
ατσιδοσύνη [atsi∂osíni] η, s. ατσιδισμός
:
  • διπλωματική ~ |
  • χρειάστηκε όλη η υπομονή μου, η εφευρετικότης μου, όλη η ~ μου, .. για να τυλίξω τρεις γαμπρούς (Glezos) |
  • σ' αυτό το θείο δώρο βρήκε την ευκαιρία ο φαρσέρ να δοκιμάσει την θλιβερή του ~ (Psathas) |
  • αυτά έχουμε όταν συνδυάζεται η ρωμαίικη ~ με τη βρεττανική δολιότητα (Tsirkas)

[der of ατσίδα w. suff -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες