Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατσίδα [atsí∂a] η,
- ① zoo marten, Mustela foena or Mustela martes (syn ατσίδι, κουνάβι)
- ② fig very bright, shrewd, or resourceful person (syn ατσίδας, ξεφτέρι, σπίρτο):
- ~ στην απάτη, στην κλεψιά, στην ψευτιά |
- είναι ~, δεν του ξεφεύγει τίποτα |
- ο Θ., μεγάλη ~ της πιάτσας, του πρότεινε να πλασάρει μια παρτίδα λαθραία (Frangias) |
- πώς θα τα βγάλεις πέρα στη ζωή; εδώ ατσίδες και σκαλώνουν (Palaiologos) |
- είναι δείγματα ανατολίτικης τέχνης, δεν έχουν τίποτα να κάμουνε με το Όρος· πουλάει είναι καλόγερος, ~ (Kasdaglis) |
- rembetiko song είν' έξυπν' η γειτόνισσα κι η κόρη της ~ | και να 'χεις, για να μη μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα (IPetrop)
[fr postmed (Somavera) ατζίδα (pronunc. ατσίδα) ← (μια) *κτίδα ← *ικτίς (bes AG, K κτις)]
- ατσίδας [atsí∂as] ο, s. ατσίδα 2
- :
- μεγάλος ~ |
- οι ατσίδες Έλληνες ανακαλύπτουν κάθε μέρα δουλειές του ποδαριού |
- ρεμούλα σε βάρος του δημόσιου χρήματος από τους διάφορους ατσίδες του μεγάλου κεφαλαίου |
- σίγουρα θα 'ταν σπουδαίος τεχνίτης, γεννημένος βουτηχτής, ~ της δουλειάς (Zappas) |
- παμπόνηροι είναι .. οι αυλικοί, ατσίδες στις δολοπλοκίες (Psathas)
[der of ατσίδα]
- ατσίδι [atsí∂i] το, region., zoo = ατσίδα 1
[fr postmed, MG ατσίδι, der of *ικτίδιν, this der of *ικτίς]
- ατσιδισμός [atsi∂izmós] ο,
- shrewdness, artfulness, craftiness, cunning (syn ατσιδοσύνη, near-syn επιτηδειότητα, καπατσοσύνη, πονηριά):
- δεν είναι γνώρισμά τους .. η αστραπόβολη ευφυΐα, η βαθιά στοχαστικότητα, ο ~ (Karantonis) |
- με τον ατσιδισμό, που διακρίνει το ρωμαίικο, οι πέντε λέξεις, που ξέρουν από την ξένη γλώσσα, γίνονται πεντακισχίλιες (Palaiologos) |
- πώς να πέσουμε σε στίβους .. όπου δεν χωρά ~, ημιμάθεια, καταφερτζισμός, δαιμόνιο; (id.)
[der of ατσίδα w. suff -ισμός]
- shrewdness, artfulness, craftiness, cunning (syn ατσιδοσύνη, near-syn επιτηδειότητα, καπατσοσύνη, πονηριά):
- ατσιδοσύνη [atsi∂osíni] η, s. ατσιδισμός
- :
- διπλωματική ~ |
- χρειάστηκε όλη η υπομονή μου, η εφευρετικότης μου, όλη η ~ μου, .. για να τυλίξω τρεις γαμπρούς (Glezos) |
- σ' αυτό το θείο δώρο βρήκε την ευκαιρία ο φαρσέρ να δοκιμάσει την θλιβερή του ~ (Psathas) |
- αυτά έχουμε όταν συνδυάζεται η ρωμαίικη ~ με τη βρεττανική δολιότητα (Tsirkas)
[der of ατσίδα w. suff -οσύνη]