Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ατσίδας
1 item total
ατσίδας [atsí∂as] ο, s. ατσίδα 2
:
  • μεγάλος ~ |
  • οι ατσίδες Έλληνες ανακαλύπτουν κάθε μέρα δουλειές του ποδαριού |
  • ρεμούλα σε βάρος του δημόσιου χρήματος από τους διάφορους ατσίδες του μεγάλου κεφαλαίου |
  • σίγουρα θα 'ταν σπουδαίος τεχνίτης, γεννημένος βουτηχτής, ~ της δουλειάς (Zappas) |
  • παμπόνηροι είναι .. οι αυλικοί, ατσίδες στις δολοπλοκίες (Psathas)

[der of ατσίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go