Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατομικώς [atomikós] adv (L)
- ① individually, particularly, singly (syn in ατομικά 1):
- milit βάλλουν ~ they fire individually |
- η ψυχολογία της μορφής θεωρεί τα φαινόμενα στην οργανικότητα του συνόλου και όχι στα καθ' έκαστον μέρη, ~ λαμβανόμενα (Dizikirikis)
- ② personally, privately, individually (syn in ατομικά 2):
- είναι ~ υπεύθυνος |
- ήθελε να του δώσω ~ εγγύησιν ότι δεν θα κάμω πειρατείες (Makryg) |
- εγώ ~ μπορεί να βρίσκομαι σε πλάνη υποστηρίζοντας αυτά που υποστηρίζω (Tzartzanos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικώς, der of kath ατομικός]
- ① individually, particularly, singly (syn in ατομικά 1):