Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ατελιέ
1 item total
ατελιέ [ateljé] το, indecl (L)
  • atelier, studio, workshop (syn εργαστήριο, στούντιο):
    • ~ |
    • ~ μόδας fashion studio |
    • εργαζόταν ο νεαρός Pαφήλ στη Φλορεντία έχοντας ήδη ένα δικό του ~ και κύκλο μαθητών (Kanellop) |
    • είχα βρει μια πρώτης τάξεως μοδίστρα, που δούλευε σ' ένα απ' τα καλύτερα ~ της οδού Eρμού [στην Aθήνα] (Tachtsis)

[fr Fr atelier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go