Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ατελεσφόρητος
1 item total
ατελεσφόρητος, -η, -ο [atelesfόritos] (L)
  • producing no results, fruitless, ineffectual, ineffective (syn in άκαρπος 3):
    • ατελεσφόρητη δίαιτα, ενέργεια, μάχη, προσπάθεια, φιλοδοξία |
    • ατελεσφόρητο αίσθημα, μήνυμα, σύστημα |
    • κάθε αντίδρασή τους είναι προορισμένη ν' απομείνει ατελεσφόρητη (Panagiotop) |
    • ο λογιωτατισμός .. έκανε ατελεσφόρητη κάθε τοπικιστική πρωτοβουλία (Valetas)

[fr kath ατελεσφόρητος ← PatrG, LK (Diosc. +) ἀτελεσφόρητος, cpd w. *τελεσφορητός (: τελεσφορῶ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go