Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ατασθαλία
1 item total
ατασθαλία [atasθalía] η, (L)
  • ① wickedness, iniquity (near-syn αχρειότητα, κακοήθεια):
    • το κοντάρεμα του ποταμού παρουσιάζεται από τον Hρόδοτο ως δείγμα ατασθαλίας του νεαρού βασιλιά (Kakridis) |
    • ο Oδυσσεύς .. προσκρούει στην απιστία των δικών του και στην ~
  • ② untidiness, slovenliness, disorder, confusion (near-syn ακαταστασία, αταξία 1):
    • ο Παπαδιαμάντης .. με τις ατασθαλίες του, τις αδεξιότητές του, .. κρατάει απαραμέριστος τη θέση του (Tsatsos) |
    • η ~ της εποχής, η ασυναρτησία της, .. αποτύπωνε την αντίφασή της και στα έργα του πνεύματος (Chourmouzios)
  • ③ usu pl ατασθαλίες οι, mischievous act, irregularity, misconduct, impropriety (near-syn αταξία 2, παράπτωμα, κατεργαριά):
    • κυβερνητικές, οικονομικές ατασθαλίες |
    • αποκαλύπτει, σκεπάζει ατασθαλίες |
    • παράπονα ακούσθηκαν για ορισμένες ατασθαλίες των υπουργών |
    • αντιδρούσα έντονα μπροστά σε μια ~, μια αδικία |
    • θα σταματήσεις τις απαράδεχτες ατασθαλίες με την πρώτη τυχούσα βρωμίτσα (Karagatsis)

[fr kath ατασθαλία ← K, AG ἀτασθαλία, der of ἀτάσθαλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go