Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αταξινόμητος
1 item total
αταξινόμητος, -η, -ο [ataksinόmitos] (L)
  • unclassified, uncategorized, unsorted (syn ακατάταχτος, ant ταξινομημένος):
    • αταξινόμητα βιβλία, δεδομένα, στοιχεία |
    • χρονολογικά αταξινόμητη εργασία

[fr kath (neol: Koumanoudis) αταξινόμητος, cpd w. ταξινομητός (: ταξινομώ); cf kath ταξινομητέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go