Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- αταξίδευτος1 [ataksí∂eftos] ο,
- untraveled person, stay-at-home:
- ο ~ |
- οι αταξίδευτοι είναι οριστικά καταδικασμένοι να χάσουν την [πλατύτερη] αντίληψη (Panagiotop)
[substantiv. m of αταξίδευτος2]
- untraveled person, stay-at-home:
- αταξίδευτος2, -η, -ο [ataksí∂eftos]
- ① not having traveled, not traveling, untraveled (syn ατάξιδος, ant πολυταξιδεμένος, πολυτάξιδος, ταξιδεμένος):
- ~ |
- αταξίδευτη γυναίκα, βάρκα |
- αταξίδευτο καράβι a newly-built ship |
- έν' αβάφτιστο κότερο καινούργιο κι αταξίδευτο ακόμα (Drosinis) |
- ~, ριζωμένος, ακίνητος· έτσι θεωρούσε τη φύση μέσα από τη σκήτη του (Tsatsos) |
- έχουμε τη γνώμη πως βασικά ο Nεοέλληνας είναι ~ (Sachinis) |
- τα παπούτσια της δεν είχαν δει ποτέ φώτα, χορούς· ήταν παπούτσια αταξίδευτα (Koumantareas)
- ② pass not traveled through, untraversed, untraveled:
- αταξίδευτο πέλαγος, πέρασμα |
- τα σκαφίδια αυτά δεν αφήσανε ποτές αταξίδευτο τον Eυβοϊκό, μ' όποιον καιρό (Zappas) |
- η ποίηση ξεκινά από μυστικές κι αταξίδευτες κορυφές της ψυχής (Dimaras)
[fr postmed (Somavera) αταξίδευτος, cpd w. ταξιδευτός, whence der ταξιδευτ-ικός]
- ① not having traveled, not traveling, untraveled (syn ατάξιδος, ant πολυταξιδεμένος, πολυτάξιδος, ταξιδεμένος):



