Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αταβισμός
1 item total
αταβισμός [atavizmós] ο, (L)
  • recurrence (in an organism) of characteristics found in remote ancestors, atavism (syn προγονισμός):
    • βιολογικός, κοινωνικός ~ |
    • στα βάθη της ψυχής του Π.B. εξυπνούσε από αταβισμό το αίσθημα του αρχαίου πατέρα (Xenop) |
    • έχει την άνεση και τη φυσικότητα, που δίνουν η ανατροφή κι ο ~ από γενεές αρχοντικών προγόνων (Ouranis) |
    • τα χέρια του μαλάζανε, τρυπώνανε ανίδεα, οδηγημέν' απ' τον αταβισμό του φύλου (KPolitis) |
    • έχει μέσα του τον αταβισμό του χωρικού (Evelpidis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αταβισμός ← It atavismo (cf Fr atavisme), this der of Lat atavus 'forefather']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go