Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατέλειωτος
1 εγγραφή
ατέλειωτος, -η, -ο [atéljotos] (& ατελείωτος)
  • ① not completed, incomplete, unfinished (syn απεράτωτος, ασυντέλεστος 1, άσωστος 2, ατέλευτος, ημιτελής, ant τελειωμένος):
    • ατέλειωτο άγαλμα, βιβλίο |
    • δεν έριξα το γράμμα μου στο ταχυδρομείο· μου φαίνονταν ατέλειωτο (Palam) |
    • τάχα να τέλειωσε κι η εκκλησιά, να 'φτασε στα κεραμίδια, ή απόμεινε ατέλειωτη! (Drosinis) |
    • άφηνε ασυμπλήρωτες και ατέλειωτες τις περιφερειακές λεπτομέρειες του πίνακά του (Papatsonis) |
    • αποφάσισε να συνεχίσει τον Eρωτευμένο Oρλάνδο, που ο ποιητής του τον παράτησε ατέλειωτo (Kanellop) |
    • poem .. απάνω | στον καναπέ ατέλειωτο μένει το κέντημά σου (Ouranis)
  • ② endless, interminable, boundless, continuous, everlasting (syn ατελεύτητος 1, ατερμάτιστος 1):
    • ατέλειωτη ζωή |
    • έκλεινε ολάκερο τον εθνικό μύθο και την ελληνική παράδοση μέσα στον ατέλειωτο κύκλο του χρόνου (Myriv) |
    • φέρνει τα ποντίκια, που πολύ βασανίσθηκαν, στον ύπνο τον ατέλειωτο και ήσυχο (Thrylos)
  • ⓐ endless, boundless, immense, vast, long (syn άπειρος2 3) ατελεύτητος 1b, ατέρμονος 2, τεράστιος):
    • ~ |
    • ατέλειωτη αυλή, έκταση, ερημιά, σκάλα, φάλαγγα |
    • ατέλειωτo δάσος, πάρκο, πέλαγος |
    • ο σωλήνας γυάλιζε σαν ατέλειωτο ερπετό, που κατέβαινε από την ταράτσα (Charis) |
    • δίνει στην παράσταση ατελείωτο βάθος (Papanoutsos) |
    • οι κήποι, τα δένδρα, το πράσινο .. περιορίζονται μέσα στην ατέλειωτη σειρά των σπιτιών (Thrylos) |
    • τα παιδιά .. προχωρούνε, ατέλειωτη γραμμή, που κυματίζει παράξενα (Petsalis)
  • ⓑ long, long-drawn, interminable, endless, protracted (syn άπειρος2 3b, ατελεύτητος 1c, ατέρμονος 3):
    • ~ |
    • ατέλειωτη κουβέντα, περιπέτεια |
    • ατέλειωτη νύχτα (syn αξημέρωτη νύχτα) |
    • ατέλειωτo γέλιο, παράπονο, ταξίδι |
    • ατέλειωτα χειροκροτήματα |
    • λέει επαίνους για τον μνηστήρα, εγκώμια για τη μνηστή ατέλειωτα (Travlantonis) |
    • ο πόλεμος βάσταξε μια ολόκληρη ζωή, δέκα ατέλειωτα χρόνια (Chatzianagnostou) |
    • χωριστήκανε με όρκους αγάπης και με φιλιά ατελείωτα (Karkavitsas) |
    • κόβει βόλτες, βόλτες ατέλειωτες πάνω κάτω (Petsalis)
  • ③ inexhaustible, endless, boundless, great (syn αστείρευτος 2, άσωστος 1, ατελεύτητος 2, ατερμάτιστος 2, ατέρμονος 3b):
    • ~ |
    • ατέλειωτη πίκρα, τρυφερότητα, χαρά |
    • ατέλειωτες περιποιήσεις |
    • οι περιέργειές μας είναι ατέλειωτες, μα δεν κουράζουν το διευθυντή του μουσείου (Charis) |
    • τα σπίτια με την ατελείωτη ποικιλία των ρυθμών .. πόση χαρά δίνουν στο μάτι! (Athanasiadis-N)
  • ⓒ usu pl innumerable, countless, endless (syn άπειρος2 2, ατελεύτητος 2b):
    • ατέλειωτες ερωτήσεις |
    • ατέλειωτα κοπάδια, πλήθη, προβλήματα |
    • ο συρμός .. έφτασε ύστερα από ατέλειωτους σταθμούς στην Aθήνα (TAthanasiadis) |
    • μπορούσαν να αναζητήσουν ατέλειωτες δυνατότητες εκφραστικών τρόπων (Despinis) |
    • τα καλύμματα για να δεθούν θέλουν ατελείωτες ώρες (Stratou)

[fr postmed ατέλειωτος ← MG ατελείωτος ← K, AG ἀτελείωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες