Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ατέλεια [atélia] η, (L)
- ① imperfection, defectiveness, inadequacy (ant τελειότητα):
- τούτο .. αποδείχνει .. την ~ |
- έχουν τη συνείδηση της ατέλειας των μέσων τους σχετικά με τα προβλήματα, που θέλουν να λύσουν (Evelpidis) |
- και λάθη αν γίνουν, τα δέχεται ευκολότερα η κοινωνία .. και τα αποδίδει δικαίως στη δική της την ~ (Skliros) |
- οι μέσες λύσεις προέρχονται από ~ σκέψεως (ChZalokostas)
- ⓐ defect, flaw, shortcoming, failing (syn αδυναμία 5, ελάττωμα):
- ~ |
- εκφραστική, λογική, σκηνική, φυσική ~ |
- η μετάφραση παρουσιάζει μερικές ατέλειες |
- δεν είναι σπάνιες οι στιχουργικές ατέλειες μέσα στα ποιήματά του (Dimaras) |
- το φεγγάρι με το ασημένιο φως του έκρυβε κάθε ~ του τοπίου (Skouzes) |
- το αριστερό [μέρος], που εκτίθεται στο μουσείο, έχει μερικές ατέλειες στο δούλεμα (Brouskari) |
- του εισηγήθηκα τις ατέλειες του αγροτικού νόμου και την ανάγκη της τροποποίησής του (Evelpidis)
- ② exemption fr tax or duty (syn ασυδοσία 1, syn phr φορολογική απαλλαγή):
- δασμολογική, φορολογική ~ |
- ~ στα τρόφιμα |
- ~ δημοσιογραφικού χάρτου |
- οι τελευταίοι αυτοκράτορες τους έδωσαν γι' αντάλλαγμα της συμμαχίας τους ~ εμπορική και ναυτική (Evelpidis) |
- οι εποικισμοί αυτοί ενθαρρύνθηκαν με την παροχή προνομίων και ατελειών (Vacalop)
- ⓑ theat exemption fr entertainment tax, tax-free pass:
- το υπουργείο Παιδείας χορηγεί στους μαθητές των δραματικών σχολών ~
[fr kath ατέλεια ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀτέλεια]
- ① imperfection, defectiveness, inadequacy (ant τελειότητα):



