Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασύνορος
1 εγγραφή
ασύνορος, -η, -ο [asínoros] (L)
  • ① unlimited, unrestricted, boundless (syn in ασυνόριστος 1):
    • ασύνορη θάλασσα |
    • ασύνορο σύμπαν |
    • ο έρωτας .. μακραίνει ως τον ασύνορο κόσμο του απείρου (Peranthis)
  • ② measureless, excessive, immense, extreme (syn in ασυνόριστος 3):
    • ασύνορη ομορφιά |
    • poem .. χορεύει ο ρυθμός της ασύνορης χαράς, | της λύπης μου, που γίνηκε χαρά (Manettas)

[fr *ασύνορος, 'unlimited']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες