Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ασύναχτος
1 item total
ασύναχτος, -η, -ο [asínaxtos]
  • ① uncollected, ungathered (syn αμάζευτος 1, ασόδιαστος, ασυγκέντρωτος 1):
    • ασύναχτα γεννήματα
  • ⓐ unassembled, unconvened, uncongregated (syn αμάζευτος 1b, ασυνάθροιστος 2):
    • τα παιδιά του σχολείου είναι ακόμη ασύναχτα
  • ② not paid yet, uncollected:
    • ασύναχτα χρέη

[fr PatrG, K ἀσύνακτος, cpd w. *συνακτός (: συνάγω); cf συνακτέον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go