Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ασφυκτικός
1 item total
ασφυκτικός, -ή, -ό [asfiktikós] (L) (& D ασφυχτικός)
  • ① causing asphyxiation, asphyxiating, stifling, choking (syn in αποπνικτικός 1):
    • ~ |
    • ~ κορσές |
    • ασφυκτική αγωνία, δυσφορία, μυρωδιά, σκόνη |
    • ασφυκτικό πλήθος |
    • ασφυκτικό αέριο asphyxiating gas, poison gas (syn ασφυξιογόνο) |
    • ασφυκτική προσέλευση στους κινηματογράφους |
    • η ατμόσφαιρα .. είναι σχεδόν ασφυκτική από τη ζεστή υγρασία (Ouranis) |
    • το στενό και πληχτικό γραφείο .. το 'καναν ακόμα πιο ασφυκτικό τα πολλά βιβλία (Melas)
  • ⓐ (being) suffocated, suffocating:
    • φίδι επίβουλο, που ετύλιξε το σώμα και περισφίγγει, για να το παραδώσει ασφυχτικό στο θάνατο (Karkavitsas) |
    • η ποίηση των συγχρόνων ευρωπαϊκών λαών [στον τόμο] έρχεται κατόπιν σαν στριμωγμένη και ασφυκτική (Melas)
  • ② fig suffocating, stifling, suppressive, repressive (syn αποπνικτικός 2):
    • ~ |
    • ασφυκτική ασάφεια, κακομοιριά, σιωπή |
    • ασφυκτικά όρια, πλαίσια |
    • ~ κοινωνικός ορίζοντας |
    • το ασφυκτικό βάρος της παράδοσης |
    • θα ασκηθεί ασφυκτική διπλωματική πίεση στη χώρα |
    • να ελευθερώσουμε το θέατρό μας .. από τις ασφυχτικές συμβάσεις (Terzakis) |
    • η οικονομία στέναζε από τους ασφυκτικούς πιστωτικούς περιορισμούς (PSolomos) |
    • δοκίμασε να ελέγξει τα λογοτεχνικά πρόσωπα .. με τα ασφτυκτικά μέτρα της πρακτικής ζωής (Maronitis) |
    • όσο σιμότερα στον άλλον άνθρωπο ζει ο καθένας, .. τόσο ασφυκτικότερη νοιώθει τη μοναξιά του (Panagiotop)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασφυκτικός, der of K (Anth. Pal.+) ἄσφυκτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go