Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφαλισμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
ασφαλισμένος1 [asfalizménos] ο, ασφαλισμένη [asfalizméni] η, (L)
  • ① policy holder, (the) insured:
    • η ασφάλεια θα αποζημιώσει πλήρως τον ασφαλισμένο
  • ② member or shareholder of a medical insurance and pension fund:
    • σημειώθηκαν πολλά κρούσματα γρίπης μεταξύ των ασφαλισμένων των διαφόρων ταμείων |
    • εισέπρατταν χρήματα από ασφαλισμένους του IKA |
    • ο μαιευτήρας ζήτησε είκοσι χιλιάδες δραχμές από ασφαλισμένη για εγχείρηση, ενώ ο OΓA κατέβαλε τα σχετικά έξοδα στο δημόσιο μαιευτήριο

[substantiv. m of ασφαλισμένος2]

ασφαλισμένος2, -η, -ο [asfalizménos]
  • ① made safe, secured, protected (syn προστατευμένος):
    • ~ |
    • ασφαλισμένο λιμάνι |
    • ασφαλισμένα χρήματα |
    • τ' ασημικά του σπιτιού κρύφτηκαν σε ασφαλισμένο μέρος (Kazantz) |
    • [θα] δούμε ολόκληρο το κάστρο ζωσμένο και ασφαλισμένο από τα τείχη του (Charis) |
    • θα 'χει αφήσει το παιδί ασφαλισμένο, σε δικούς του (RApostolidis) |
    • θα ζουν στην πόλη τους καλά κι ασφαλισμένοι και θα έχουν άφθονους καρπούς; (Dakaris)
  • ⓐ deposited in a safe place, safeguarded (syn σιγουρεμένος):
    • άφησε στο μοναχογιό .. κι ένα σωρό μετρητά, ασφαλισμένα στην Iονική Tράπεζα (Xenop)
  • ② securely closed, locked (syn κλειδωμένος, σφαλισμένος, ant ασφάλιστος2):
    • η θέση για τα παιδιά είναι το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου με ασφαλισμένες τις πόρτες |
    • με ειδικό εργαλείο κατορθώνει να ανοίξει ένα καλά ασφαλισμένο χρηματοκιβώτιο (Papanoutsos)
  • ③ secured, assured, guaranteed (syn εξασφαλισμένος, σιγουρεμένος):
    • της άρεσε να έχει τα αισθήματά του ασφαλισμένα (SPapadimitriou) |
    • poem .. θα το κάμει τότε μόνον | όταν μεγάλο κέρδος βλέπει ασφαλισμένο (Rotas)
  • ⓑ (having been made) certain, assured, established:
    • είναι ανάγκη .. να υπάρχουν μερικές θεμελιακές γνώσεις, που να είναι σωστές, ασφαλισμένες (Theodoridis) |
    • επιστρέφει κανείς μόνο έπειτα από κάποια παραπλάνηση σε κάτι που θεωρεί θετικό και ασφαλισμένο (Georgoulis) |
    • θέλοντας να δώσει .. μια ολοκληρωτικά ασφαλισμένη μέθοδο, απέφευγε συστηματικά κάθε ψυχολογική εξήγηση (id.)
  • ④ covered by insurance, insured (ant ανασφάλιστος1 2):
    • όλος ο πληθυσμός είναι γενναιόδωρα ~ |
    • τα τέσσερα πέμπτα [των κλινών] προορίζονταν για τις άπορες γυναίκες και τις ασφαλισμένες σε διάφορους οργανισμούς (Louros)

[fr postmed, MG ασφαλισμένος ← PatrG ἠσφαλισμένος, ppp of ἀσφαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες