Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ασυντόνιστος
1 item total
ασυντόνιστος, -η, -ο [asindόnistos] (L)
  • lacking concerted or harmonious interaction, uncoordinated (ant συντονισμένος):
    • ασυντόνιστη αναρχία, κίνηση, μειονότητα |
    • ασυντόνιστα έργα, μέτρα |
    • ασυντόνιστη οικονομική πολιτική |
    • ασυντόνιστη κρατική παρέμβαση |
    • σημειώθηκε μια πρόοδος στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια, αλλά με τρόπο ασυντόνιστο και λίγο-πολύ τυχαίο (Theotokas) |
    • άλλες πάλι [επιστήμες] ταλαιπωρούνται από ασυντόνιστες προσπάθειες (Louros) |
    • η ιδιωτική πρωτοβουλία .. θα είναι ασυντόνιστη, επειδή θα λείπει το ομαδικό πνεύμα (PSolomos)

[fr kath (neol) ασυντόνιστος, cpd w. *συντονιστός (: συντονίζω), whose der is συντονιστ-ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go