Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασυντόνιστος, -η, -ο [asindόnistos] (L)
- lacking concerted or harmonious interaction, uncoordinated (ant συντονισμένος):
- ασυντόνιστη αναρχία, κίνηση, μειονότητα |
- ασυντόνιστα έργα, μέτρα |
- ασυντόνιστη οικονομική πολιτική |
- ασυντόνιστη κρατική παρέμβαση |
- σημειώθηκε μια πρόοδος στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια, αλλά με τρόπο ασυντόνιστο και λίγο-πολύ τυχαίο (Theotokas) |
- άλλες πάλι [επιστήμες] ταλαιπωρούνται από ασυντόνιστες προσπάθειες (Louros) |
- η ιδιωτική πρωτοβουλία .. θα είναι ασυντόνιστη, επειδή θα λείπει το ομαδικό πνεύμα (PSolomos)
[fr kath (neol) ασυντόνιστος, cpd w. *συντονιστός (: συντονίζω), whose der is συντονιστ-ικός]
- lacking concerted or harmonious interaction, uncoordinated (ant συντονισμένος):



