Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ασυνέριστος
1 item total
ασυνέριστος, -η, -ο [asinéristos] (& region. ασυνόριστος)
  • ① not antagonized or irritated, not taking to heart, tolerant (near-syn L ανεκτικός2):
    • είναι ~,δεν του κακοφαίνεται για τέτοια μικροπράματα |
    • ο Γ. ~
  • ② not worth paying attention to, to be ignored, insignificant (syn αξεσυνέριστος 1):
    • ο γέρος είναι ~ |
    • τα παιδιά είναι ασυνέριστα |
    • ανταμώναμε κάτι ασήμαντους, ασυνόριστους, φτωχούς ανθρώπους, κάτι ναύτες (Psichari)

[cpd w. *συνεριστός (: συνερίζω 'contend together'); cf ασυνόριστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go