Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ασυνάρμοστος
1 item total
ασυνάρμοστος, -η, -ο [asinármostos] (L)
  • ① ill-assorted, incongruous, mismatched, disparate (syn in αταίριαστος 2):
    • ο κόσμος είναι όχι ένας εκεί που τον ευρίσκομε .. ασυνταίριαστο και ασυνάρμοστο (Palam) |
    • οικοδομήματα παμμέγιστα και ασυνάρμοστα, .. όλα σχεδόν ασύμμετρα και χωρίς κανένα ρυθμό (Athanasiadis-N)
  • ② unadapted, unsuited, disharmonious, incompatible (syn in αταίριαστος 4):
    • υπάρχουν στη δομή της προσωπικότητάς του στοιχεία ασυνάρμοστα με το πνεύμα της τάξης, της ισορροπίας και του μέτρου (Tsatsos)

[fr kath ασυνάρμοστος ← K ἀσυνάρμοστος, cpd w. -συναρμοστός in the further cpd εὐσυνάρμοστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go