Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυμπονιά [asimbonjá] η, (& ασυμπόνια)
- lack of compassion or pity (near-syn αλυπησιά, απονιά, ant συμπόνια)
[der of *ασυμπονία, this being der of ασύμπονος, cpd w. σύμπονος 'fellow worker' (Theod. Studites); cf απονιά ← απονία, der of άπονος]