Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυμμόρφωτα [asimόrfota] adv (L)
- without conforming or complying, non-compliantly
[der of ασυμμόρφωτος]
- ασυμμόρφωτος, -η, -ο [asimόrfotos] (L)
- not conforming or complying, non-compliant:
- ~ |
- οι λαοί της Aνατολικής Eυρώπης παραμένουν ασυμμόρφωτοι κι εχθρικοί προς τη Mόσχα (Christidis) |
- ορισμένες λόγιες εκφράσεις θα μπουν στη γλώσσα μας σαν τυπικά απολιθώματα, ασυμμόρφωτα με το τυπικό της (id. AK)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυμμόρφωτος, cpd w. *συμμορφωτός (: συμμορφούμαι 'be conformed to', Libanius, 4th c. AD)]
- not conforming or complying, non-compliant: