Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμμετρία
1 εγγραφή
ασυμμετρία [asimetría] η, (L)
  • ① lack of symmetry, asymmetry (syn ασύμμετρο, ant συμμετρία, συμμετρικότητα):
    • αισθητική ~ |
    • ~ του αγάλματος, των στίχων |
    • συντελεστής ασυμμετρίας statist coefficient of skewness |
    • του δεξιού .. ματιού το βλέφαρο ήταν μια ιδέα μισόκλειστο, δημιουργώντας εντυπωσιακότερη έκφραση με τη σοφή του ~ (Karagatsis) |
    • αυτός ο συμπαγής οικισμός .. παρουσιάζει .. με συγκινητικήν αφέλεια την αρμονία της ασυμμετρίας του (Papanoutsos) |
    • οι ασυμμετρίες του προσώπου δείχνουν ότι η κεφαλή στρεφόταν ελαφρά προς τα δεξιά της (Despinis)
  • ② lack of (proper) proportions, disparity, disproportion (syn αμετρία 1, δυσαναλογία):
    • υπάρχει μια παράδοξη ~ |
    • δημιουργείται η εντύπωση μιας ασυμμετρίας ανάμεσα σ' αυτό που έκαμε ο Oδυσσέας και στην τιμωρία που υφίσταται (Maronitis)

[fr kath ασυμμετρία ← postmed (Somavera) ασυμμετρία ← AG ἀσυμμετρία, der of ἀσύμμετρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες