Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασυλλογισιά [asiloyisjá] η, (& ασυλλοϊσιά)
- ① thoughtlessness, heedlessness, carelessness (syn in ασκεψιά 1):
- την έπαθα χωρίς να το καταλάβω· από άγνοια, ~ |
- οι τρέλες του είχαν την άγρια χάρη της ασυλλογισιάς (KPolitis) |
- οι νέοι με την ~ της σφοδρής εφηβείας δεν το έχουν ακόμη κάμει συνείδησή τους (Panagiotop) |
- η θάλασσα θα 'ναι η σωτηρία μας· φτάνει να μην την έχουμε νεκρώσει με την ασυλλοϊσιά μας (Zappas) |
- poem .. κουνούσανε το κεφάλι συλλογισμένοι για την ~
- ② injudicious or foolish act, stupidity, blunder (syn in απερισκεψία 2):
- προκαλεί με επικίνδυνες ασυλλογισιές την κοινή προσοχή (Panagiotop) |
- αναρωτήθηκε μήπως έκαμε ~ (Bastias)
[fr postmed (Somavera) ασυλλογισιά ← dial, Pontic (Chaldia) ασυλλογισία, this cpd of α- & συλλογίζομαι]
- ① thoughtlessness, heedlessness, carelessness (syn in ασκεψιά 1):



