Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστικομεταφυσικός, -ή, -ό [astikometafisikós] (L)
- bourgeois and metaphysical:
- αστικομεταφυσική αντίληψη του ποιητή
[cpd w. μεταφυσικός]
- bourgeois and metaphysical: