Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστικομεταφυσικός
1 εγγραφή
αστικομεταφυσικός, -ή, -ό [astikometafisikós] (L)
  • bourgeois and metaphysical:
    • αστικομεταφυσική αντίληψη του ποιητή

[cpd w. μεταφυσικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες